- μιλτόπρεπτος
- μιλτό-πρεπτος, ον,A bright-red, A.Fr.116.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μιλτόπρεπτος — μιλτόπρεπτος, ον και, κατά τον Ευστ., μιλτόπρεπος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπρό κόκκινο χρώμα, όπως η μίλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + πρεπτος και πρεπος (< πρέπω), πρβλ. θεό πρεπτος] … Dictionary of Greek
μιλτόπρεπτον — μιλτόπρεπτος bright red masc/fem acc sg μιλτόπρεπτος bright red neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτοπρέπτοις — μιλτόπρεπτος bright red masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)